- οίνοψ
- οἶνοψ, -οπος, ὁ (Α)(ποιητ. τ.) αυτός που έχει το χρώμα ερυθρού ή μαύρου οίνου, σκοτεινόχρωμος, μαυροκόκκινος, κοκκινωπός (α. «μήτι δ' αὖτε κυβερνήτης ἐνὶ οἴνοπι πόντῳ νῆα θοὴν ἰθύνει», Ομ. Ιλ.β. «ὣς τ' ἐν νειῷ, βόε οἴνοπε πηκτὸν ἄροτρον... τιταίνετον», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -οψ (πιθ. < ὄψ* «όψη», βλ. και λ. όπωπα), πρβλ. μήλ-οψ].
Dictionary of Greek. 2013.