οίνοψ

οίνοψ
οἶνοψ, -οπος, ὁ (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που έχει το χρώμα ερυθρού ή μαύρου οίνου, σκοτεινόχρωμος, μαυροκόκκινος, κοκκινωπός (α. «μήτι δ' αὖτε κυβερνήτης ἐνὶ οἴνοπι πόντῳ νῆα θοὴν ἰθύνει», Ομ. Ιλ.
β. «ὣς τ' ἐν νειῷ, βόε οἴνοπε πηκτὸν ἄροτρον... τιταίνετον», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -οψ (πιθ. < ὄψ* «όψη», βλ. και λ. όπωπα), πρβλ. μήλ-οψ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Οἶνοψ — Οἴνοψ masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἶνοψ — wine coloured masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Οἴνοπα — Οἴνοψ masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Οἴνοπας — Οἴνοψ masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Οἴνοπε — Οἴνοψ masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Οἴνοπες — Οἴνοψ masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Οἴνοπι — Οἴνοψ masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Οἴνοπος — Οἴνοψ masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Fass ohne Boden — Pi Inhaltsverzeichnis 1 πάθει μάθος 2 Παθήματα μαθήματα …   Deutsch Wikipedia

  • οίνος — ο (ΑΜ οἶνος) 1. το οινοπνευματούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση τού γλεύκους τών νωπών σταφυλιών, το κρασί (α. οἶνος εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου», ΠΔ β. «άκρατος οίνος» ανέρωτο κρασί γ. «ρητινίτης οίνος») 2. το ποτό που παράγεται από τη ζύμωση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”